- πλοκάμους
- πλόκαμοςlockmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PLOCAMOS — Graece πλόκαμος, plecta sertave capillorum est; nam et πλεκτὴ est funiculus, ἀπὸ τοῦ πλέκειν, Hesych. πλεκτὴ, ςειρὰ; etiam plectas infimae aetatis Auctores dixêre. Πλοκάμους tamen Graeci Grammaticilonge aliter exponunt, deglobis cil. nodisque… … Hofmann J. Lexicon universale
αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
οφιοπλόκαμος — η, ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, ον) αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εως / εος + πλόκαμος] … Dictionary of Greek
CALAMISTRUM — ex Graeco καλαμάςτρον, quasi parva fistula, ferrum erat fistulae instar cavum, cui manubrium ligneum immittebatur, tebatur, ut teneri poslet, dum calidum eslet, torquendis vibrandisque capillis olim adhibitum. Virg. Aen. l. 12. v. 100. Vibratos… … Hofmann J. Lexicon universale
LUGENDI Ritus — apud vett. Rom. variis legibus definitus fuit. Et quidem vestitum quod attinet, in luctu atrati fuêre, h. e. nigrâ, sive pullâ togâ induti. Togae huius meminit Cic. in Pisoniana: Iuv. Sat. 3. l. 1. v. 213. pullatos Proceres: Tac. in funere… … Hofmann J. Lexicon universale
εκπροχέω — ἐκπροχέω (Α) 1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων») 2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν») 3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους») … Dictionary of Greek
ερασιπλόκαμος — ἐρασιπλόκαμος, ον (Α) αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ευπλοκαμώ — εὐπλοκαμῶ, έω και ἐϋπλοκαμῶ, έω (Α) [ευπλόκαμος] έχω ωραίους πλοκάμους, ωραία μαλλιά … Dictionary of Greek
ιοπλόκαμος — ἰοπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο πλόκαμος] … Dictionary of Greek